1. Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για υπέρβαση δικαιοδοσίας, τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαίωμα να ασχοληθούν πια με την υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή αναιρείται και η πρωτόδικη απόφαση που έχει τυχόν επικυρωθεί με την απόφαση που αναιρέθηκε, εφόσον και αυτή ενέχει υπέρβαση δικαιοδοσίας.
2. Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνει αρμόδιο.
3. Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση στο τμήμα που ορίζεται από τον κανονισμό και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν, όμως, αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δεν γίνεται παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης.
4. Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν.
5. Αν ο Άρειος Πάγος, δικάζοντας σε ολομέλεια, απορρίψει τους λόγους αναίρεσης που παραπέμφθηκαν στην ολομέλεια και υπάρχουν και άλλοι λόγοι αναίρεσης που δεν έχουν παραπεμφθεί, η υπόθεση αναπέμπεται στο τμήμα που την παρέπεμψε, στο οποίο συζητείται με κλήση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 568. Αν αναιρέσει την απόφαση, παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 3.
Σχόλια
Εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο.
Στην πραγματικότητα επαναφέρεται η αρχική ρύθμιση, με την οποία επιτρεπόταν η εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης από Τμήμα του Αρείου Πάγου, κατά την κρίση του αναιρετικού τμήματος μετά την αναίρεση της απόφασης. Η συγκεκριμένη ρύθμιση είχε καταργηθεί, με τη σκέψη ότι το Ακυρωτικό εποπτεύει τις αποφάσεις της ουσίας και δεν εκδίδει τέτοιες. Η αυστηρή αυτή προσέγγιση της πάγιας παραπομπής σε δικαστήριο της ουσίας, που διήρκεσε περίπου δύο δεκαετίες, οδήγησε σε ουσιώδεις δυσκινησίες και καθυστερήσεις. Η νομολογία είχε δεχθεί ότι δεν γίνεται παραπομπή σε υποθέσεις που δεν έχουν περαιτέρω στάδιο εκδίκασης (όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη), ενώ με την τελευταία τροποποίηση καθιερώθηκε η ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο σε περίπτωση 2ης αναίρεσης, μαζί με την εκδίκαση της αναίρεσης. Η νομολογία, στο λίγο χρόνο που μεσολάβησε, κινείται προς την έκδοση παραπεμπτικής απόφασης σε άλλο Τμήμα του Αρείου Πάγου, χωρίς να προβλέπεται από το νόμο.
Για την επιλογή δεν μπορεί να υπάρξει ξεκαθαρισμένη θέση. Η υποχρεωτική παραπομπή δημιουργεί ανακύκλωση των υποθέσεων (με προφανή καθυστέρηση) η ουσιαστική εκδίκαση από τον Άρειο Πάγο και μάλιστα αυτοτελώς από άλλο Τμήμα, που δεν έχει επεξεργασθεί αναιρετικά την υπόθεση, προσθέτει σημαντικό φόρτο εργασίας στους δικαστές του Ακυρωτικού.